- μπουρδουκλώνω
- 1. μπλέκω, μπερδεύω, ανακατώνω2. τακτοποιώ πρόχειρα μια υπόθεση, κάνω κάτι πρόχειρα και βιαστικά, χωρίς προσοχή3. μέσ. μπουρδουκλώνομαιπεδικλώνομαι.[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. μπουρδουκλώνω και μπουρκλώνομαι < μποδουκλώνομαι < μπεδικλώνομαι < πεδικλώνομαι < λατ. impendiculare (πρβλ. λατ. pediculus, υποκορ. τού pes, pedis «πόδι»)].
Dictionary of Greek. 2013.